- αδιατήρητος
- -η, -ο1. αυτός που δε διατηρήθηκε: Το σπίτι φαινόταν πως ήταν αδιατήρητο.2. αυτός που εύκολα σαπίζει, χαλάει (για φαγώσιμα): Το κρέας έμεινε αδιατήρητο και χάλασε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.