αδιατήρητος

αδιατήρητος
-η, -ο
1. αυτός που δε διατηρήθηκε: Το σπίτι φαινόταν πως ήταν αδιατήρητο.
2. αυτός που εύκολα σαπίζει, χαλάει (για φαγώσιμα): Το κρέας έμεινε αδιατήρητο και χάλασε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αδιατήρητος — η, ο [διατηρώ] 1. αυτός που δεν διατηρήθηκε ή δεν έγινε προσπάθεια να διατηρηθεί ή να συντηρηθεί 2. που δεν προσέχει τον εαυτό του («αδιατήρητος άνθρωπος γρήγορα γεράζει») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”